- Πύρρανδρος
- Πύρρανδροςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πυρράνδρου — Πύρρανδρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύρρανδρε — Πύρρανδρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PYRRIAS — seu Pyrrhias, Graece Πυῤῥίας, sycophantae cuiusdam nomen, apud Comicum: ut et Pyrrander, Πύῤῥανδρος, apud eundem in Equitibus. Utrumque a voce πυῤῥὸς, qui color est stercoris humani. Unde apud eundem πυῤῥὸν, hôc sensu, in Ἐκκλησίαζ. Εἰ τοῦτό σοι… … Hofmann J. Lexicon universale
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek